Στο ενδοκρινολογικό μας ιατρείο στη Θεσσαλονίκη παρέχονται εξειδικευμένες υπηρεσίες ελέγχου σε ζεύγη με επιθυμία τεκνοποίησης ώστε να διερευνηθεί η υπογονιμότητα καθώς και υπηρεσίες διάγνωσης και θεραπείας των γυναικών που εισέρχονται στην εμμηνόπαυση.
Πότε λέμε ότι υπάρχει υπογονιμότητα;
Αν και πολλά ζευγάρια διατηρούν τακτικές σεξουαλικές επαφές στις γόνιμες ημέρες της γυναίκας, δεν καταφέρουν να επιτύχουν την επιθυμητή σύλληψη. Όταν μάλιστα αυτή η προσπάθεια παραμείνει άκαρπη για ένα διάστημα 12 μηνών, τότε θεωρείται -σύμφωνα με τις οδηγίες των διεθνών οργανισμών – ότι το ζευγάρι αντιμετωπίζει πρόβλημα γονιμότητας.
Νωρίτερη αξιολόγηση δικαιολογείται μετά από 6 μήνες ανεπιτυχών προσπαθειών να συλλάβουν σε γυναίκες ηλικίας άνω των 35 χρόνων, λόγω της με την αύξηση της ηλικίας παρατηρούμενης μείωση της γονιμότητας όταν μια γυναίκα πλησιάζει την ηλικία των 40 ετών και επίσης μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση το ιατρικό ιστορικό και τα κλινικά ευρήματα.
Είναι γεγονός οι περισσότερες περιπτώσεις υπογονιμότητας σε άνδρες και γυναίκες σχετίζονται με τις ορμόνες που εκκρίνει το σώμα μας. Για το λόγο αυτό σημαντική θέση στη διάγνωση και θεραπεία των διαταραχών αυτών της αναπαραγωγής έχει ο ενδοκρινολόγος.
Το πρώτο και σημαντικότερο βήμα στη φάση αυτή είναι να αναγνωρίσουμε ότι και τα δύο μέλη ενός ζευγαριού υπογόνιμου πρέπει να αξιολογούνται για τυχόν αναπαραγωγική δυσλειτουργία.
Η αξιολόγηση της υπογονιμότητας διεξάγεται στο ενδοκρινολογικό ιατρείο μας κατά τρόπο συστηματικό με αρχική έμφαση στις λιγότερο επεμβατικές μεθόδους για την ανίχνευση των πιο κοινών αιτιών υπογονιμότητας.
Ο ρυθμός και η έκταση της αξιολόγησης λαμβάνουν υπόψη τις προτιμήσεις του ζευγαριού, την ηλικία των συντρόφων, τη διάρκεια της υπογονιμότητας και τα μοναδικά χαρακτηριστικά του ιατρικού ιστορικού και της φυσικής εξέτασης.
Περίπου το 15% των ζευγαριών αντιμετωπίζουν δυσκολίες να συλλάβουν και περίπου στο 30% αυτών των ζευγαριών αντιμετωπίζει μόνο ο άνδρας κάποια αναπαραγωγική δυσλειτουργία. Σε ένα άλλο 20% των υπογόνιμων ζευγαριών αντιμετωπίζουν και οι δύο σύντροφοι κάποια αναπαραγωγική δυσλειτουργία, ανεβάζοντας το ποσοστό της ανδρικής υπογονιμότητας στο 50%.
Το πρώτο που ελέγχεται στον άνδρα, όταν διαπιστωθεί υπογονιμότητα, είναι τα χαρακτηριστικά του σπέρματος.
Για να διερευνηθούν τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά του σπέρματος με το λεγόμενο σπερμοδιάγραμμα, ο ασθενής πραγματοποιεί συλλογή σπέρματος μετά από αποχή από σεξουαλική επαφή για τουλάχιστον τρεις ημέρες.
Με το σπερμοδιάγραμμα αναλύεται ο αριθμός, η ποιότητα, η μορφή και η κινητικότητα των σπερματοζωαρίων.
Τα παθολογικά ευρήματα σε αυτή την περίπτωση μπορεί να περιλαμβάνουν το ασθενές σπέρμα (ασθενοσπερμία – ελαττωμένος αριθμός σπερματοζωαρίων), το σπέρμα με χαμηλή κινητικότητα ή υψηλή γλοιότητα, τη μορφολογική εκτροπή των σπερματοζωαρίων ή τον κατακερματισμό του DNA των σπερματοζωαρίων.
Η ενδοκρινολόγος θα σας βοηθήσει να κατανοήσετε τους μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από οποιαδήποτε ανωμαλία, και να την αντιμετωπίσετε με ειδικές παρεμβάσεις.
Σημαντικός για τη διερεύνηση της υπογονιμότητας είναι και ο προσδιορισμός των ορμονών που επηρεάζουν συνολικά τη γονιμότητα ή ειδικότερα το σπέρμα ώστε να εντοπιστούν παθήσεις στις οποίες διαταράσσεται η παραγωγή και απελευθέρωση ορμονών σημαντικών για τη δημιουργία του σπέρματος και την ανδρική σεξουαλική υγεία.
Η έκκριση των ανδρικών ορμονών από τους όρχεις ή τα επινεφρίδια, οι διαταραχές του μεταβολισμού των ανδρικών ορμονών στο ήπαρ, η ανισορροπία μεταξύ ανδρικών και γυναικείων ορμονών, οι διαταραχές της λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα και οι διαταραχές της λειτουργίας των κέντρων ρύθμισης της αναπαραγωγής στην υπόφυση ή τον υποθάλαμο είναι μερικά από τα σημεία που ελέγχονται με τις ορμονολογικές εξετάσεις.
Ακόμη, η ενδοκρινολόγος σας θα εξετάσει αν υπάρχουν διάφορες μεταβολικές διαταραχές, όπως είναι η παχυσαρκία, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία και η αντίσταση στην ινσουλίνη καθώς συχνά με αυτές συνυπάρχουν συμπτώματα στυτικής δυσλειτουργίας ή άλλων αγγειακών βλαβών, που μπορούν να οδηγήσουν στην υπογονιμότητα αλλά και μπορούν να αντιμετωπιστού, ακολουθώντας τις κατάλληλες συμβουλές.
Οι ανατομικές ανωμαλίες του ανδρικού γεννητικού συστήματος μπορεί επίσης να αποτελέσουν επίσης αιτία υπογονιμότητας στους άνδρες, ιδίως αν υπάρχει κιρσοκήλη, απόφραξη των σπερματικών σωληναρίων ή όγκοι των όρχεων.
Αν κάτι τέτοιο διαγνωστεί κατά τη φυσική εξέταση από την ενδοκρινολόγο, ακολουθεί η συνεργασία της ενδοκρινολόγου με ειδικό ουρολόγο/ανδρολόγο, αφού πρώτα αποκατασταθούν τυχόν συνυπάρχουσες ενδοκρινολογικές διαταραχές.
Μεγάλη σημασία στη διερεύνηση των διαταραχών γονιμότητας στη γυναίκα έχει η λήψη ενός πλήρους ατομικού ιστορικού από την ενδοκρινολόγο σχετικά με την έμμηνο ρύση και την ωορρηξία, το οποίο θα περιλαμβάνει ερωτήσεις για:
Κλινικά, η ενδοκρινολόγος θα υπολογίσει και θα αξιολογήσει το σωματικό βάρος, το δείκτη μάζας σώματος (BMI), την αρτηριακή πίεση και τον παλμό καθώς και την παρουσία συμπτωμάτων περίσσειας ανδρογόνων αλλά και διόγκωσης ή ευαισθησίας του θυρεοειδούς αδένα.
Οι διαταραχές της ωορρηξίας εντοπίζονται σε περίπου 15% όλων των υπογόνιμων ζευγαριών και αντιπροσωπεύουν έως και το 40% των λόγων υπογονιμότητας στις γυναίκες.
Οι πιο κοινές κλινικές διαταραχές που προκαλούν προβήματα στην ωορρηξία περιλαμβάνουν το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS), την παχυσαρκία, την ταχεία απώλεια ή αύξηση βάρους, την έντονη άσκηση, τη δυσλειτουργία του θυρεοειδούς και την υπερπρολακτιναιμία.
Η βασική διαταραχή που σχετίζεται με απουσία της ωορρηξίας και είναι πολύ συχνή στο γενικό πληθυσμό είναι το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών, το οποίο οφείλεται στην υπερέκκριση ανδρογόνων κυρίως από τις ωοθήκες και σχετίζεται με αντίσταση στην ινσουλίνη, προδιάθεση για σακχαρώδη διαβήτη σε μικρή ηλικία, διαταραχές περιόδου και ανωορρηξία.
Σπανιότερες αιτίες υπογονιμότητας που σχετίζονται με την έκκριση ορμονών είναι η συγγενής επινεφριδιακή υπερπλασία καθώς και άλλες διαταραχές που σχετίζονται με την υπερέκκριση ανδρικών ορμονών, όπως η τεστοστερόνη και η ανδροστενεδιόνη ενώ ειδικό βάρος τοποθετείται κάθε φορά στη διερεύνηση και αντιμετώπιση της παρουσίας αυξημένης έκκρισης προλακτίνης από την υπόφυση του εγκεφάλου. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η ορμονική διάγνωση καθοδηγεί τη θεραπεία και μπορεί να επιτύχει τεκνοποίηση χωρίς τη χρήση τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Ενδοκρινολογικά διερευνώνται επίσης σε κάθε ασθενή μας διαταραχές που επιτρέπουν μεν την ωορρηξία, αλλά δεν επιτρέπουν στο ωάριο να γονιμοποιηθεί ή, ακόμη κι αν γονιμοποιηθεί, να εμφυτευθεί στο ενδομήτριο αλλά και περιπτώσεις γυναικών που έχουν βιώσει αποβολή της κύησης.
Σε αυτές περιλαμβάνονται οι ασθένειες του θυρεοειδούς – εδώ σημαντικό ρόλο μπορεί να παίζουν τα αντιθυρεοειδικά αντισώματα- και οι παθήσεις που χαρακτηρίζονται από την παρουσία περίσσειας ανδρικών ορμονών.
Ειδική κατηγορία αυτών των παθήσεων αποτελούν κάποιες διαταραχές που δεν επιτρέπουν τη φυσιολογική έκκριση της ορμόνης προγεστερόνης κατά τη δεύτερη – εκκριτική φάση του κύκλου (μετά την ωορρηξία).
Εκτός από τις ορμονικές – ενδοκρινολογικές παθήσεις, σημαντικό ρόλο μπορούν να παίξουν και ανατομικές-χειρουργικές ανωμαλίες του γεννητικού συστήματος. Για το λόγο αυτό ταυτόχρονα με την ενδοκρινολογική διερεύνηση, πραγματοποιείται και γυναικολογική εξέταση για τον αποκλεισμό ενδομητρίωσης και ανατομικών διαταραχών στην περιοχή. Σημαντική είναι και η διερεύνηση τυχόν ανδρικής υπογονιμότητας από τον ενδοκρινολόγο και αν κριθεί απαραίτητο από εξειδικευμένο ανδρολόγο / ουρολόγο.
Η εμμηνόπαυση ορίζεται ως ο οριστικός τερματισμός της εμμήνου ρύσεως και της γονιμότητας, που ξεκινά 12 μήνες μετά την τελευταία περίοδο μιας γυναίκας. Η εμμηνόπαυση μπορεί να συμβεί σε μία γυναίκα, όταν διανύει τη δεκαετία των 40 ή των 50 χρόνων, αν και στατιστικά ως μέσος όρος ηλικίας ορίζονται τα 51 χρόνια.
Αν και η εμμηνόπαυση είναι μια φυσική βιολογική διαδικασία, ορισμένα σωματικά συμπτώματα, όπως οι εξάψεις και τα συναισθηματικά συμπτώματα της εμμηνόπαυσης μπορεί να διαταράξουν τον ύπνο σας, να μειώσουν την ενέργειά σας ή να προκαλέσουν αίσθημα άγχους και συναισθήματα θλίψης και απώλειας.
Μην διστάσετε να μιλήστε με τον ενδοκρινολόγο σας και να αναζητήσετε θεραπεία για τα συμπτώματα που σας απασχολούν.
Μια γυναίκα γεννιέται με έναν πεπερασμένο αριθμό ωαρίων, τα οποία είναι αποθηκευμένα στις ωοθήκες. Οι ωοθήκες παράγουν επίσης τα οιστρογόνα και την προγεστερόνη, τις ορμόνες που ελέγχουν την έμμηνο ρύση και την ωορρηξία.
Η εμμηνόπαυση συμβαίνει όταν οι αποθήκες των ωοθηκών σε ωάρια αδειάζουν και δεν μπορούν πια να απελευθερώνουν ένα ωάριο κάθε μήνα, οπότε και σταματά η έμμηνος ρύση.
Η εμμηνόπαυση θεωρείται μία φυσιολογική διαδικασία, όταν συμβεί μετά την ηλικία των 40.
Ωστόσο, ορισμένες γυναίκες μπορεί να περάσουν στην εμμηνόπαυση νωρίς, είτε ως αποτέλεσμα χειρουργικής επέμβασης όπως η υστερεκτομή ή λόγω βλάβη στις ωοθήκες, όπως από αυτοάνοση αιτία ή από χημειοθεραπεία.
Η εμμηνόπαυση που συμβαίνει πριν από την ηλικία των 40, ανεξάρτητα από την αιτία, ονομάζεται πρόωρη ή πρώιμη εμμηνόπαυση.
Η διαδικασία της φυσικής εμμηνόπαυσης περιλαμβάνει τρία στάδια:
Οι περισσότερες γυναίκες που πλησιάζουν την εμμηνόπαυση θα αντιμετωπίσουν εξάψεις, ένα ξαφνικό αίσθημα θερμότητας που εξαπλώνεται προς πάνω μέρος του σώματος, συχνά με ερυθρότητα και κάποια εφίδρωση. Η ένταση των εξάψεων ποικίλλει από γυναίκα σε γυναίκα
Άλλα κοινά συμπτώματα γύρω από το χρόνο της εμμηνόπαυσης περιλαμβάνουν:
Στο ενδοκρινολογικό μας ιατρείο γίνεται ακριβής διάγνωση σε κάθε πρόβλημα και παρέχεται συμβουλευτική και θεραπευτική προσέγγιση για τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, αν αυτά δυσχεραίνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών μας.
Η πτώση των επιπέδων οιστρογόνων που συνδέεται με την εμμηνόπαυση έχει συνδεθεί με μια σειρά από διαταραχές, που εμφανίζονται όσο αυξάνει η ηλικία:
Μετά την εμμηνόπαυση, οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν:
Η ενδοκρινολόγος σας θα σας ενημερώσει για τη δυνατότητα θεραπειών που μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση των κινδύνων που συνδέονται με την εμμηνόπαυση αλλά και την αντιμετώπιση των διαταραχών όπως της οστεοπόρωσης.
Ακολουθώντας τις οδηγίες των διεθνών επιστημονικών οργανισμών αναπαραγωγής, εμμηνόπαυσης και ενδοκρινολογίας (The Endocrine Society, American Association of Clinical Endocrinologists, American Society for Reproductive Medicine, Androgen Excess and PCOS Society, European Menopause and Andropause Society) προσεγγίζουμε τον κάθε ασθενή και στοχεύουμε κάθε φορά στην επίτευξη ακριβούς διάγνωσης για το πρόβλημα.
Η θεραπευτική προσέγγιση μας έχει στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών μας και την επιτυχή αντιμετώπιση της πάθησης ή/ και των συμπτωμάτων τους ενώ η επιλογή της θεραπευτικής στρατηγικής σέβεται τις απόψεις και τις προτιμήσεις τους.