Ψωρίαση κατά την εγκυμοσύνη: διαχείριση, επιπλοκές
Η ψωρίαση στην εγκυμοσύνη και η διαχείρισή της είναι ένα θέμα που απασχολεί συχνά ασθενείς, δερματολόγους και γυναικολόγους. Η ψωρίαση είναι μια κοινή αυτοάνοση δερματική πάθηση. Έχει εκτιμώμενο επιπολασμό 1,5-2,2% στον ενήλικο πληθυσμό, με τα τρία τέταρτα των ασθενών να την παρουσιάζονται πριν από την ηλικία των 40 ετών. Η επίπτωση είναι παρόμοια και για τα δύο φύλα, αν και οι γυναίκες γενικά εμφανίζουν τη νόσο νωρίτερα από τους άνδρες. Ο επιπολασμός σε έγκυες γυναίκες είναι άγνωστος αλλά πιθανώς είναι παρόμοιος με αυτόν των μη εγκύων γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία.
Η εγκυμοσύνη επηρεάζει την ψωρίαση;
Η χρόνια ψωρίαση κατά πλάκας πιστεύεται ότι βελτιώνεται στο 40-60% των ασθενών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, με τη μεγαλύτερη βελτίωση κατά το τέλος του πρώτου και δεύτερου τριμήνου. Η ψωρίαση σχετίζεται με λανθασμένη απόκριση των Τ-λεμφοκυττάρων. Η εγκυμοσύνη συνήθως εξισορροπεί τις υπεύθυνες κυτοκίνες κάτι που μπορεί να εξηγήσει το γιατί η ψωρίαση βελτιώνεται συχνά στην εγκυμοσύνη. Η ψωρίαση όμως επιδεινώνεται στο 10-20% των γυναικών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μπορεί να απαιτήσει εντατική θεραπεία.
Επηρεάζει η ψωρίαση την έκβαση της εγκυμοσύνης;
Η ψωρίαση δεν επηρεάζει τη γονιμότητα ή τα ποσοστά αποβολών, γενετικών ανωμαλιών ή πρόωρου τοκετού. Πολλές θεραπείες για την ψωρίαση όμως σχετίζονται με πιθανά προβλήματα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η ψωρίαση σχετίζεται με κατάθλιψη, αλλά καμία μελέτη δεν έχει διερευνήσει εάν η εγκυμοσύνη επιδεινώνει την κατάθλιψη σε ασθενείς με ψωρίαση σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η ψωρίαση δεν φαίνεται να επηρεάζει το χρόνο ή τον τρόπο τοκετού. Η ψωρίαση μπορεί να εντοπιστεί σε θέσεις τραυματισμού (φαινόμενο Koebner), αλλά αυτό το φαινόμενο δεν έχει αναφερθεί σε ουλές του περινέου που δημιουργούνται κατά τον τοκετό, αν και θεωρητικά μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε σημείο. Ο κίνδυνος μόλυνσης και καθυστερημένης επούλωσης των τραυμάτων με καισαρική τομή είναι θεωρητικά υψηλότερος, αλλά καμία μελέτη δεν έχει αξιολογήσει αυτόν τον κίνδυνο.
Η ψωρίαση έχει έναν πολυπαραγοντικό τρόπο κληρονομικότητας. Ο κίνδυνος ενός ατόμου να αναπτύξει ψωρίαση υπολογίζεται σε 28% εάν πάσχει ο ένας γονέας και 65% εάν και οι δύο γονείς έχουν τη νόσο.
Πώς αντιμετωπίζονται οι ασθενείς με ψωρίαση στην εγκυμοσύνη;
Εάν είναι δυνατόν, θα ήταν ιδανικό να υπάρξει μια περίοδος ύφεσης στην οποία να βελτιστοποιηθεί ο έλεγχος της ψωρίασης πριν από τη σύλληψη για να ελαχιστοποιηθούν οι εξάρσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι ασθενείς που λαμβάνουν συστηματικές θεραπείες θα πρέπει να προειδοποιούνται εκ των προτέρων για το χρονικό διάστημα που θα χρειαστεί να διακόψουν τη θεραπεία προτού θεωρηθεί ασφαλές για τη σύλληψη.
Οι τοπικές θεραπείες είναι θεραπείες πρώτης γραμμής για την ψωρίαση και τα μαλακτικά, τα τοπικά στεροειδή και η διθρανόλη θεωρούνται ασφαλή κατά την εγκυμοσύνη. Η χρήση αναλόγων βιταμίνης D όπως η καλσιποτριόλη καλά είναι να αποφεύγεται, αν και είναι σχετικά απίθανο να υπάρξει σημαντική συστηματική απορρόφηση όταν χρησιμοποιούνται για εντοπισμένη νόσο. Η ασφάλεια των προϊόντων πισσας είναι ασαφής καθώς μελέτες σε ζώα έχουν υποδείξει τερατογένεση, αν και αυτό δεν έχει αναφερθεί σε ανθρώπους. Τέτοια προϊόντα είναι πιθανώς ασφαλή για χρήση στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο, αλλά γενικά αποφεύγονται.
Εάν οι τοπικές θεραπείες αποτύχουν να ελέγξουν τη νόσο, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο παραπομπής για εξειδικευμένη φροντίδα. Η υπεριώδης ακτινοβολία Β είναι ο ασφαλέστερος παράγοντας δεύτερης γραμμής, ακολουθούμενος από την κυκλοσπορίνη. Η αποτελεσματικότητα της υπεριώδους Β δεν έχει αξιολογηθεί ειδικά σε έγκυες ασθενείς, αλλά δοκιμές στο γενικό πληθυσμό με ψωρίαση έδειξαν ότι είναι αποτελεσματική σε περίπου 65% των ασθενών. Παρόμοια αποτελεσματικότητα βρέθηκε σε μια δοκιμή με ένα συνηθισμένο δοσολογικό σχήμα κυκλοσπορίνης. Η PUVA είναι μεταλλαξιογόνος και αντενδείκνυται, αν και δεν έχουν αναφερθεί ανεπιθύμητες εκβάσεις στο έμβρυο. Ορισμένες μελέτες έχουν προτείνει ότι η τοπική τοπική PUVA μπορεί να είναι σχετικά ασφαλής, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία και γενικά δεν συνιστάται.
Όλα τα ρετινοειδή —τόσο τοπικά όσο και από του στόματος— αντενδείκνυνται στην εγκυμοσύνη λόγω τερατογένεσης, ειδικά στο πρώτο τρίμηνο. Συνιστάται επαρκής περίοδος διακοπής των από του στόματος ρετινοειδών πριν την εγκυμοσύνη.
Η μεθοτρεξάτη αντενδείκνυται στην εγκυμοσύνη καθώς σχετίζεται με αποβολή, σχιστία υπερώας και σκελετικές ανωμαλίες.Τα περισσότερα στοιχεία για τερατογένεση προέρχονται από τη χρήση υψηλής δόσης μεθοτρεξάτης. Αν και οι δυσπλασίες μπορούν να παρατηρηθούν και μετά από έκθεση της μητέρας σε χαμηλές δόσεις μεθοτρεξάτης, υπάρχουν πολλές αναφορές για υγιή βρέφη που γεννήθηκαν μετά από έκθεση στην αρχή της εγκυμοσύνης. Η μεθοτρεξάτη μπορεί επίσης να επηρεάσει τη σπερματογένεση, προκαλώντας χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες θα πρέπει επομένως να αποφεύγουν τη σύλληψη για τουλάχιστον τρεις μήνες μετά τη λήψη μεθοτρεξάτης.
Οι εστέρες φουμαρικού οξέος χρησιμοποιούνται ευρέως ως συστηματική θεραπεία για την ψωρίαση στην Ευρώπη. Δεν υπάρχουν μελέτες στην εγκυμοσύνη, επομένως θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή κατά περίπτωση.
Αναφορικά με τα βιολογικά φάρμακα τα περισσότερα αντενδείκνυνται, και ένα μόνο έχει ένδειξη για γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Η απόφαση για τη λήψη ή όχι θα πρέπει να γίνεται μετά από συννενόηση δερματολόγου, ασθενούς και γυναικολόγου.