fbpx

Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης ή υποθυρεοειδισμός;

1-1200x800.jpg

Νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο έγκριτο περιοδικό Frontiers in Endocrinology υποδεικνύει τη στενή σχέση μεταξύ των συμπτωμάτων του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης (CFS) και χαμηλότερων επιπέδων θυρεοειδικών ορμονών.

Η μελέτη δείχνει ότι το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, μια κατάσταση της οποίας τα αίτια μέχρι στιγμής δεν έχουν διευκρινιστεί, μπορεί να εξηγηθεί από τα χαμηλότερα επίπεδα των ορμονών του θυρεοειδούς – και ιδιαίτερα της Τ3.
Αυτό το εύρημα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα πρώτο βήμα για την εξεύρεση θεραπείας για την εξουθενωτική αυτή κατάσταση για την οποία μέχρι στιγμής δεν υπάρχει ευρέως αναγνωρισμένη θεραπευτική προσέγγιση.
Μέχρι στιγμής έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες σχετικά με την αιτία του συνδρόμου – ιογενείς και μικροβιακές λοιμώξεις (πχ. λοίμωξη με EBV), ελλείψεις βιταμινών και ιχνοστοιχείων, η αυτοανοσία, η δυσλειτουργία του άξονα υπόφυσης – επινεφριδίων,   και το έντονο στρες έχουν μεταξύ άλλων ενοχοποιηθεί.

Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης είναι μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται βασικά από μια μακρά περίοδο αισθήματος αδυναμίας, κόπωσης και κατάθλιψης. Η διάγνωσή του βασίζεται κυρίως στα συμπτώματα και στον αποκλεισμό οποιασδήποτε υποκείμενης ιατρικής κατάστασης, παρά σε συγκεριμένες εργαστηριακές εξετάσεις ή φυσική εξέταση.

Συμπτώματα του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης

Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης παρουσιάζει 9 βασικά συμπτώματα:

  1. Κόπωση
  2. Διαταραχές μνήμης ή συγκέντρωσης
  3. Πονόλαιμος
  4. Διόγκωση των λεμφαδένων στο λαιμό (τραχηλική περιοχή) ή τις μασχάλες
  5. Ανεξήγητοι μυϊκοί πόνοι
  6. Πόνος που μοιάζει να “μετακινείται” από την μία άρθρωση στην άλλη χωρίς να συνυπάρχει οίδημα ή ερυθρότητα
  7. Κεφαλαλγία (πονοκέφαλος)
  8. Ύπνος που δεν είναι αναζωογονητικός
  9. Ακραία εξάντληση που διαρκεί περισσότερο από 24 ώρες μετά από κάποια σωματική ή πνευματική άσκηση

Τι έδειξε όμως η νέα μελέτη;

Είναι ενδιαφέρον ότι πολλά συμπτώματα του συνδρόμου μοιάζουν με αυτά του υποθυρεοειδισμού – μια κατάσταση κατά την οποία ο θυρεοειδής αδένας δεν παράγει αρκετή ποσότητα θυρεοειδικών ορμονών.

Στον υποθυρεοειδισμό, το σώμα προσπαθεί να ενθαρρύνει την παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών απελευθερώνοντας από την υπόφυση μεγαλύτερα ποσότητα ορμόνης διέγερσης του θυρεοειδούς (θυρεοειδοτρόπου ορμόνης TSH) – ωστόσο αυτή η αύξηση της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης συνήθως δεν παρατηρείται στους ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης.

Με επικεφαλής τον Δρ. Begoña Ruiz-Núñez στο Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο Groningen της Ολλανδίας, οι ερευνητές συνέκριναν τη λειτουργία του θυρεοειδούς και τους δείκτες της φλεγμονής μεταξύ 98 ασθενών με CFS και 99 υγιών μαρτύρων. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι ασθενείς με CFS είχαν χαμηλότερα επίπεδα ορού ορισμένων βασικών θυρεοειδικών ορμονών, όπως η τριϊωδοθυρονίνη (Τ3) και η θυροξίνη (Τ4), αλλά φυσιολογικά επίπεδα της ορμόνης διέγερσης του θυρεοειδούς TSH.

Πρόσθετες αναλύσεις έδειξαν ακόμη ότι οι ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης είχαν χαμηλότερα επίπεδα ιωδίου στα ούρα και CRP στο αίμα ενώ παρουσίαζαν σχετικά υψηλότερα επίπεδα μιας άλλης θυρεοειδικής ορμόνης που ονομάζεται “αντίστροφη Τ3” ή rT3, λόγω μη σωστής μετατροπής των θυρεοειδικών ορμονών, κατά την οποία το σώμα προτιμά να μετατρέψει την ορμόνη Τ4 σε rT3 αντί να παράγει, όπως θα έπρεπε, τη μεταβολικά δραστική ορμόνη Τ3.
Τα χαμηλά επίπεδα Τ3 που βρέθηκαν στους ασθενείς με CFS σε συνδυασμό με αυτή την αυξημένη μετατροπή στην ανάστροφη rT3 θα μπορούσαν να σημαίνουν ότι τα επίπεδα της μεταβολικά δραστικότερης ορμόνης Τ3 μειώνονται σημαντικά στους ιστούς των ασθενών, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται σημαντικά ο μεταβολισμός, η θερμοκρασία και πολλές από της λειτουργίες του σώματος και οι ασθενείς να βιώνουν ουσιαστικά τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού.

Αυτή η έρευνα έρχεται να προστεθεί σε παρόμοιες που έχουν δημοσιευτεί στο παρελθόν και έχουν τονίσει τη σχέση μεταξύ τόσο του συνδρόμου χρόνιας κοπωσης όσο και της ινομυαλγίας με τα χαμηλότερα επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών στους ιστούς και μια αναφερόμενη αντίσταση στις θυρεοειδικές ορμόνες σε ιστικό επίπεδο ενώ αρκετοί μελετητές αναφέρουν ότι η θεραπεία με Τ3 μπορεί να προσφέρει ανακούφιση σε πολλά από τα κλινικά συμπτώματα βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών.