fbpx

Υπογονιμότητα: ποια είναι τα ορμονικά αίτια;

1.jpg

Υπογονιμότητα και ορμόνες:
Ποιες ορμόνες πρέπει να προσδιορίζονται όταν υπάρχει επιθυμία ή δυσκολία σύλληψης;
Τι πρέπει να περιλαμβάνει ο ορμονικός έλεγχος σε περίπτωση υπογονιμότητας;

H απόκτηση ενός παιδιού αποτελεί αναμφισβήτητα ένας από τους πιο επιθυμητούς στόχους στη ζωή ενός ζευγαριού στις περισσότερες περιπτώσεις.
Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό των ζευγαριών, περίπου το 15%, αντιμετωπίζει αυτό που ακούμε πολύ συχνά γύρω μας: την υπογονιμότητα. Ως υπογονιμότητα λοιπόν ορίζεται ως η αποτυχία σύλληψης μετά από ένα έτος σεξουαλικών επαφών σε γυναίκες <35 ετών που δε χρησιμοποιούν αντισύλληψη και μετά από έξι μήνες σε γυναίκες> 35 ετών.

Για να επιτευχθεί η σύλληψη και να διατηρηθεί η εγκυμοσύνη, δε χρειάζεται μόνο το υγιές σπέρμα και το υγιές ωάριο και τα σωστά κατασκευασμένα και λειτουργικά θηλυκά και αρσενικά γεννητικά όργανα, αλλά και η σωστή λειτουργία ορισμένων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των ορμονών, που θα επιτρέψουν στο έμβρυο να “φωλιάσει” στην κοιλότητα της μήτρας, να τραφεί κατάλληλα, να είναι οξυγονωμένο και να γίνει ανεκτό από το μητρικό ανοσοποιητικό σύστημα.

Τι πρέπει να περιλαμβάνει ο αρχικός ορμονικός έλεγχος σε περίπτωση υπογονιμότητας;

  1. ‘Ελεγχο της ωοθυλακιορρηξίας, ο οποίος περιλαμβάνει υπερηχογραφική διαπίστωση και μέτρηση των επιπέδων της προγεστερόνης στο μέσο της ωχρινικής φάσης (21η ημέρα κύκλου σε ένα κύκλο 28 ημερών) ή 7 ημέρες πριν την επόμενη περίοδο, όταν ο κύκλος είναι σταθερός.
    Σε διαφορετική περίπτωση, πρέπει να γίνει προσαρμογή της μέτρησης ανάλογα με τα δεδομένα της κάθε ασθενούς.
  2. Έλεγχο των ορμονών – γοναδοτροπινών FSH και LH, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν διαταραχές κύκλου ή/και η γυναίκα είναι προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας. Υψηλά επίπεδα θυλακιοτρόπου ορμόνης FSH σχετίζονται με περιορισμένη ωοθηκική λειτουργία.
    Επίσης, αυξημένα επίπεδα της LH αναλογικά με τα επίπεδα της FSH, σχετίζονται πολύ συχνά με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
    Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αναλογίες και οι μετρήσεις των ορμονών μπορεί να παρουσιάζουν διακυμάνσεις, ιδιαίτερα σε γυναίκες μετά την ηλικία των 35 χρόνων.

Στη συνέχεια, θα αναλύσουμε τις σημαντικότερες ορμονικές αιτίες υπογονιμότητας, καθώς οι ορμόνες παίζουν ένα σημαντικότατο ρόλο στην επίτευξη και διατήρηση της κύησης.

Υψηλή προλακτίνη – Υπερπρολακτιναιμία

Η προλακτίνη PRL είναι μία ορμόνη που εκκρίνεται από την υπόφυση, έναν αδένα στη βάση του εγκεφάλου.
Η υπερπρολακτιναιμία παρεμποδίζει την παλμική έκκριση της GnRH από τον υποθάλαμο ενώ μπλοκάρει και τους υποδοχείς των γοναδοτροπινών στις γονάδες.
Το αποτέλεσμα στις γυναίκες είναι η μείωση των συγκεντρώσεων της οιστραδιόλης και της προγεστερόνης και η αναστολή της ωρίμανσης των ωοθυλακίων (εξ ου και η εικόνα των πολυκυστικών ωοθηκών στον υπέρηχο πολύ συχνά), στους άνδρες δε η μείωση των επιπέδων τεστοστερόνης και αναστολή της σπερματογένεσης.
Οι υψηλές συγκεντρώσεις PRL στις γυναίκες μπορεί να οδηγήσουν σε σύνδρομο αμηνόρροιας και γαλακτόρροια, ενώ στα αρσενικά άτομα μειώνεται η λίμπιντο, ενώ προκαλείται στυτική δυσλειτουργία και γυναικομαστία.
Η διαγνωστική αξιολόγηση της υπερπρολακτιναιμίας στις γυναίκες απαιτεί πρώτα αποκλεισμό μιας εγκυμοσύνης.
Η προλακτίνη αυξάνει φυσιολογικά σε περίπτωση άγχους, στρες, στον ύπνο, κατά τη συνουσία, σε καταπόνηση/ τριβή των θηλών και όταν πραγαμτοποιείται εκγύμναση των θωρακικών μυών.
Περισσότερα σχτεικά με την υπερπρολακτιναιμία μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Η συγκέντρωση PRL ορού> 150 μg / l είναι ένδειξη για ένα προλακτίνωμα. Το προλακτίνωμα είναι ένα αδένωμα της υπόφυσης που προκύπτει από τα γαλακτοτρόφα κύτταρά της που είναι αυτά που εκκρίνουν την PRL. Όγκοι> 1 cm (μακροαδενώματα) μπορεί να συνοδεύονται από νευρολογικά συμπτώματα: εξασθενημένη όραση, πονοκεφάλους.
Με κατάλληλα φάρμακα μπορεί να μειωθούν τα επίπεδα προλακτίνης και να αποκατασταθεί η ωορρηξία.

Υποθυρεοειδισμός

Η ανεπάρκεια θυρεοειδικών ορμονών, ο υποθυρεοειδισμός, οδηγεί σε μείωση των επιπέδων της συνδετικής σφαιρίνης των ορμονών του φύλου (SHBG), επηρεάζει τη σύνθεση και το μεταβολισμό των οιστρογόνων και προκαλεί δυσλειτουργική έκκριση των γοναδοτροπινών LH και FSH σε απόκριση της GnRH.
Μία αυξημένη παραγωγή θυρεοτροπίνης (TRH) που διεγείρει την απελευθέρωση της θυρεοτρόπου ορμόνης (TSH) από το θυρεοειδή και της προλακτίνης (PRL) από την υπόφυση οδηγεί στην ανάπτυξη υπερπρολακτιναιμίας με αποτέλεσμα υποθυρεοειδισμός και υπερπρολακτιναιμία πολλές φορές να πηγαίνουν χέρι – χέρι, επηρεάζοντας και οι δύο αρνητικά την  ωορρηξία.
Τόσο ο κλινικός όσο και ο υποκλινικός υποθυρεοειδισμός μπορεί να σχετίζονται με διαταραχές της εμμήνου ρύσεως (σύντομοι κύκλοι, βαριές περίοδοι – υπερμηνόρροια) καθώς και με αυξημένα ποσοστά αποβολών και πρόωρο τοκετό. Οι γυναίκες με υποθυρεοειδισμό, όταν συλλάβουν, είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν υπέρταση και αποκόλληση του πλακούντα.
Ο σοβαρός υποθυρεοειδισμός της μαμάς οδηγεί πολλές φορές σε χαμηλό βάρος κατά τη γέννηση και συνδέεται με νοητικές και ψυχικές διαταραχές των απογόνων.
Η λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα πρέπει να αποκατασταθεί τουλάχιστον 3 μήνες πριν από την προγραμματισμένη εγκυμοσύνη – σύλληψη. Τα βέλτιστα επίπεδα TSH για μια γυναίκα που προσπαθεί να μείνει έγκυος κυμαίνονται μεταξύ 1-1,5 mIU / ml σύμφωνα με σχετικές έρευνες και δεν πρέπει να είναι υψηλότερα από 2,5 mIU / ml, σύμφωνα με τις πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες.
Η μέλλουσα μητέρα και το αναπτυσσόμενο έμβρυο πρέπει να λαμβάνουν την απαραίτητη ποσότητα ιωδίου για να λειτουργεί σωστά ο θυρεοειδής τους. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, συστήνεται στις γυναίκες να διατηρούν ημερήσια πρόσληψη 150 μg ιωδίου. Αυτό προτείνεται επίσης για γυναίκες με θυρεοειδίτιδα του Χασιμότο καθώς και εκείνες που πάσχουν από τη νόσο του Graves και από ευθυρεοειδική βρογχοκήλη.
Οι άνδρες με υποθυρεοειδισμό μπορεί να αναπτύξουν υπογοναδοτροπικό υπογοναδισμό, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε ατροφία των όρχεων ενώ συχνά είναι τα προβλήματα λίμπιντο και στύσης -σε ποσοστό έως 80% των περιπτώσεων.
Οι εξετάσεις σπέρματος μπορεί να αποκαλύψουν μη φυσιολογική μορφολογία σπερματοζωαρίων και μειωμένο αριθμό σπερματοζωαρίων.

Υπερθυρεοειδισμός

Ο υπερθυρεοειδισμός χαρακτηρίζεται συχνά από μικρότερους κύκλους από τους συνήθεις (συντόμευση του διαστήματος μεταξύ των περιόδων) και περιόδους με μειωμένη ροή αίματος. Ωστόσο, στις περισσότερες γυναίκες, πραγματοποιείται ωορρηξία και διατηρείται η γονιμότητα.
Οι γυναίκες με θυρεοτοξική κύηση εμφανίζουν υψηλότερο κίνδυνο πρόωρου τοκετού, προεκλαμψίας, υπέρτασης.
Στους άνδρες, ο υπερθυρεοειδισμός έχει ως αποτέλεσμα αυξημένη έκκριση SHBG στο ήπαρ, γεγονός που οδηγεί σε υψηλότερα επίπεδα οιστρογόνων με αποτέλεσμα στυτική δυσλειτουργία, μειωμένη λίμπιντο, γυναικομαστία και μειωμένο αριθμό και κινητικότητα των σπερματοζωαρίων.

Αυτοάνοσες ασθένειες του θυρεοειδή

Οι αυτοάνοσες ασθένειες του θυρεοειδούς επηρεάζουν σημαντικά τη γονιμότητα.
Οι επαναλαμβανόμενες αποβολές είναι 2.73-5 φορές συχνότερες σε γυναίκες με χρόνια λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα (θυρεοειδίτιδα του Hashimoto) από ό, τι στο συνολικό πληθυσμό.
Περισσότερα για τη σχέση θυρεοειδίτιδας Χασιμότο και κύησης μπορείτε να βρείτε εδώ.
Οι γυναίκες με αντισώματα κατά του θυρεοειδούς έχουν επίσης αναφερθεί ότι παρουσιάζουν χαμηλότερα ποσοστά επιτυχίας στις μεθόδους  εξωσωματικής γονιμοποίησης. Ο μηχανισμός των αποβολών παραμένει άγνωστος.
Πιστεύεται από κάποιους ερευνητές ότι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τα αντισώματα κατά του θυρεοειδούς μπορούν να ενεργοποιήσουν το ανοσοποιητικό σύστημα και να προκαλέσουν ανοσοαντίδραση έναντι της μονάδας εμβρύου – πλακούντα.
Οι γυναίκες με επαναλαμβανόμενες αποβολές θα πρέπει να ελέγχουν τα επίπεδα των αντισωμάτων κατά του θυρεοειδούς (αντι-ΤΡΟ- Αb, αντι-Τg-Ab).
Μερικοί ερευνητές προτείνουν ότι οι αποβολές που σχετίζονται με την αυτοανοσία του θυρεοειδούς σε γυναίκες ευθυρεοειδικές θα μπορούσαν να προληφθούν με τη χορήγηση μικρών δόσεων λεβοθυροξίνης.
Επίσης, τα αντισώματα κατά του υποδοχέα της TSH (TRAb), τα οποία είναι τυπικά της νόσου του Graves αλλά είναι επίσης παρόντα σε περίπου 30% των ατόμων με θυρεοειδίτιδα του Hashimoto, μπορεί να σχετίζονται με δυσκολίες γονιμοποίησης, εμφύτευσης και ανάπτυξης του πλακούντα. Η διασταυρούμενη αντίδραση με τα αντισώματα κατά του υποδοχέα της TSH μπορεί να αναστείλει την υποστήριξη της hCG στο ωχρό σωμάτιο.
Σε έγκυες γυναίκες με αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, ο ρυθμός αύξησης των επιπέδων της χοριακής γοναδοτροπίνης (hCG) είναι βραδύτερος. Για το λόγο αυτό, τα επίπεδα της προγεστερόνης πρέπει να παρακολουθούνται στην αρχή της εγκυμοσύνης.

Σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών

Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) πλήττει περίπου το 5-10% των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία.
Πιθανές αιτίες του συνδρόμου περιλαμβάνουν την εξασθενημένη έκκριση γοναδοτροπινών, τις διαταραχές της στεροειδογένεσης και τη διαταραγμένη έκκριση και λειτουργία της ινσουλίνης.
Το PCOS χαρακτηρίζεται από μειωμένη μορφολογία και λειτουργία των ωοθηκών.
Οι ασθενείς που παρουσιάζουν κλινική ή βιοχημική υπερανδρογοναιμία (υπερτρίχωση, ακμή, ανδρογενετική αλωπεκία), ακανόνιστους κύκλοι ή έλλειψη εμμηνορρυσιακών κύκλων και αμηνόρροια, καθιστώντας δύσκολη τη σύλληψη.
Οι γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι συχνά υπέρβαρες, με αντίσταση στην ινσουλίνη και τάση να εμφανίσουν το μεταβολικό σύνδρομο, γεγονός που τους θέτει σε υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων, μειωμένης ανοχής στη γλυκόζη και διαβήτη. Οι γυναίκες με αντίσταση στην ινσουλίνη και ΣΠΩ είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν αποβολές. Ο αριθμός των αποβολών αυξάνεται στις γυναίκες με υψηλότερο ΔΜΣ. Το σύνδρομο των πολυκυστικών έχει αποδειχθεί ότι είναι πιο διαδεδομένο σε ασθενείς με αυτοάνοση ασθένεια του θυρεοειδούς όπως η θυρεοειδίτιδα Χασιμότο και σε γυναίκες με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό, ο οποίος μπορεί επίσης να συμβάλει στην υπογονιμότητα.
Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών πρέπει να διαφοροδιαγνωστεί από άλλα αίτια των ίδιων συμπτωμάτων όπως η μη κλασσική μορφή της συγγενούς υπερπλασίας των επινεφριδίων, η υπερπρολακτιναιμία και το σύνδρομο Cushing ή υπερκορτιζολαιμία.
Οι εξετάσεις των ορμονών συχνά αποκαλύπτουν αυξημένες συγκεντρώσεις LH (ωχρινοτρόπου ορμόνης), διαστρεβλωμένη ισορροπία μεταξύ ορμονών LH και FSH (συνήθως> 2: 1 ενώ η σωστή αναλογία είναι περίπου 1: 1), υπερανδρογοναιμία (αυξημένες συγκεντρώσεις τεστοστερόνης ή/και ανδροστενεδιόνης), διαταραχή στη συγκέντρωση της SHBG, αντίσταση στην ινσουλίνη και υπερινσουλιναιμία.
Προκειμένου να προκληθεί επιτυχής ωορρηξία, οι ασθενείς με PCOS και υπογονιμότητα υποβάλλονται πολύ συχνά σε θεραπεία με κλομιφαίνη, η οποία είναι ένας εκλεκτικός διαμορφωτής του υποδοχέα των οιστρογόνων, και αν αυτό αποτύχει, χορηγούνται σκευάσματα γοναδοτροπινών. Πρόσφατα, έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί αναστολείς αρωματάσης (λετροζόλη).
Προτείνεται επίσης να προσπαθήσουν οι ασθενείς να μειώσουν το σωματικό τους βάρος, καθώς είτε αυτό αποκαθιστά τους κύκλους ωορρηξίας είτε αυξάνει την επίδραση της φαρμακολογικής διέγερσης.
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, καλά αποτελέσματα έχουν επίσης επιτευχθεί σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με μετφορμίνη. Έχει αποδειχθεί ότι η μετφορμίνη αυξάνει τη συχνότητα ωορρηξίας μέχρι και 46% και σε συνδυασμό με κλομιφαίνη – έως και 76% και ότι μειώνει την αντίσταση στην ινσουλίνη και ελαττώνει το ποσοστό αποβολής από 20 σε 9,1%.
Έχει υποδειχθεί ότι η θεραπεία με μετφορμίνη πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να επηρεάσει το ποσοστό των αποβολών σε γυναίκες με PCOS. Κανένα τερατογόνο αποτέλεσμα της μετφορμίνης δεν έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής. Γενικότερα, η θεραπεία με μετφορμίνη δικαιολογείται πλήρως στις γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και αντίσταση στην ινσουλίνη.

Υπογοναδοτροπικός υπογοναδισμός

Η ανεπάρκεια των γοναδοτροπινών της υπόφυσης (FSH και LH) οδηγεί σε δευτερογενή ανεπάρκεια ωοθηκών / όρχεων που εκδηλώνεται με γυναικολογικές διαταραχές, στυτική δυσλειτουργία στους άνδρες, χαμηλή λίμπιντο, έλλειψη ή απώλεια τριτογενών σεξουαλικών χαρακτηριστικών με αραίωση ή ακόμα και έλλειψη ηβικής και μασχαλιαίας τριχοφυίας καθώς και των τριχών του προσώπου στους άνδρες.
Ο υπογοναδοτροπικός υπογοναδισμός (HH) μπορεί να προκληθεί από όγκους, κοκκιωματώδεις ή φλεγμονώδεις νόσους, καθώς και τραύματα ή βλάβες που προκαλούνται από ισχαιμία, ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία της περιοχής του υποθαλάμου ή της υπόφυσης. Η ανεπάρκεια των γοναδοτροπινών μπορεί επίσης να προσδιοριστεί γενετικά (π.χ. σύνδρομο Kallmann -μεμονωμένη ανεπάρκεια GnRH, μεταλλάξεις GnRH-R) ή να είναι αποτέλεσμα αναπτυξιακών διαταραχών (π.χ. σύνδρομο κενού εφιππίου, υποπλασία του πνεύμονα).

Για να προκληθεί η ωορρηξία στην περίπτωση αυτή, χρησιμοποιείται ένας επιλεκτικός διαμορφωτής του υποδοχέα των οιστρογόνων, η κλομιφαίνη και όταν αυτή η θεραπεία είναι ανεπαρκής, χορηγούνται γοναδοτροπίνες ή θεραπεία με παλμική απελευθέρωσης τηε εκλυτικής ορμόνης των γοναδοτροπινών (GnRH).
Η σπερματογένεση μπορεί να προκληθεί στους άνδρες με την κλομιφαίνη, με γοναδοτροπίνες ή με παλμικής θεραπείας με GnRH, ωστόσο, μπορεί να απαιτεί μακρύ χρονικό διάστημα (ακόμη και μέχρι 2 έτη).

Δυσλειτουργία του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-γονάδας (ωοθηκών- όρχεων)

Η μειωμένη επικοινωνία μεταξύ υποθαλάμου-υπόφυσης-γονάδας έχει ως αποτέλεσμα μεταβολές της παλμικής έκκρισης GnRH. Στους άντρες, η επίδραση είναι η έλλειψη γοναδοτροπινών, η οποία οδηγεί σε μειωμένη τεστοστερόνη και διαταραχές σπερματογένεσης. Στις γυναίκες, δεν παρατηρείται αύξηση των γοναδοτροπινών, χωρίς την οποία δεν εμφανίζεται ωορρηξία ή πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις FSH και LH, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα διαταραχές στην ωρίμανση των ωοθυλακίων και ανεπάρκεια ωχρινικής φάσης.
Η λειτουργική υποθαλαμική αμηνόρροια μπορεί να διαγνωσθεί όταν, απουσία οργανικών ή ανατομικών διαταραχών του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-ωοθηκών, οι τιμές LH και FSH βρίσκονται εντός φυσιολογικών ορίων ή είναι ελαφρώς μειωμένες και υπάρχουν μειωμένες συγκεντρώσεις οιστρογόνων στη δεύτερη φάση του εμμηνοροϊκού κύκλου.
Η δοκιμασία με GnRH είναι χρήσιμη στη διάγνωση. Η λειτουργική υποθαλαμική αμηνόρροια είναι συνήθως αποτέλεσμα αρνητικού ενεργειακού ισοζυγίου, που προκαλείται από υπερβολική σωματική προσπάθεια ή σημαντική απώλεια βάρους ή ψυχικό στρες (χαμηλές συγκεντρώσεις λεπτίνης και kisspeptin οδηγούν σε διαταραχές στην έκκριση GnRH).
Η ΗΗ μπορεί επίσης να είναι δευτερεύουσα σε χρόνιες παθήσεις: καρκίνος, χρόνιες γαστρεντερικές παθήσεις που προκαλούνται από κακή διατροφή, ηπατικές παθήσεις που οδηγούν σε αποτυχία ή χρόνια νεφρική νόσο.

Άγχος, υπερβολική άσκηση

Τόσο το χρόνιο άγχος όσο και η υπερβολική άσκηση αυξάνουν την έκκριση της ορμόνης απελευθέρωσης κορτικοτροπίνης (CRH) από τον υποθάλαμο, γεγονός που οδηγεί σε αυξημένες συγκεντρώσεις ACTH και κορτιζόλης στο αίμα.
Η υψηλή κορτιζόλη μειώνει τη συχνότητα των παλμών GnRH. Αυτό σημαίνει ότι η αυξημένη κοριζλολη αίματος μπορεί συχνά να έχει αποτέλεσμα διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, αμηνόρροια και υπογονιμότητα.

Έντονη απώλεια σωματικού βάρους

Διαταραχές στην έκκριση των γοναδοτροπινών παρατηρούνται συχνά σε άτομα με καχεξία και μετά από έντονη απώλεια βάρους. Ένα σημαντικό ρόλο σε αυτό διαδραματίζει πιθανότατα η λεπτίνη – μια ορμόνη που εκκρίνεται από το λιπώδη ιστό, η οποία διεγείρει την παλμική απελευθέρωση GnRH από τον υποθάλαμο και την έκκριση της LH και της FSH από την υπόφυση. Θεωρείται, θεραπευτικά, ότι η επίτευξη επαρκούς σωματικού βάρους και η αύξηση του σωματικού λίπους, “δίνει σήμα” στον υποθάλαμο να ξεκινήσει την έκκριση της GnRH.
Η υποθαλαμική αμηνόρροια που προκαλείται από μακροχρόνιες διατροφικές διαταραχές μπορεί να είναι δύσκολο να αντιστραφεί ή ακόμη και να είναι μη αναστρέψιμη.
Σε γυναίκες με φυσιολογικό σωματικό βάρος και επίμονη υποθάλαμο-υποφυσιακή ανεπάρκεια, οι γοναδοτροπίνες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την τόνωση της ωορρηξίας.

Παχυσαρκία

Η παχυσαρκία υποβαθμίζει τη γονιμότητα με διάφορους μηχανισμούς, συμπεριλαμβανομένων:
– την αυξημένη αρωματοποίηση των ανδρογόνων σε οιστρογόνα στο λιπώδη ιστό
– τη μείωση της συγκέντρωσης της SHBG και της επακόλουθης αύξησης της ελεύθερης οιστραδιόλης και τεστοστερόνης
– την αύξηση των επιπέδων ινσουλίνης, η οποία διεγείρει την παραγωγή ανδρογόνων στην ωοθήκη,
– την αύξηση της συγκέντρωσης της λεπτίνης.

Έχει αποδειχθεί ότι οι διαταραχές της ωορρηξίας είναι περίπου 32% συχνότερες σε γυναίκες με ΔΜΣ 25-30 kg / m2. Μπορούν να είναι αναστρέψιμες μέσω της απώλειας βάρους – ακόμη και μείωση κατά 5% του βάρους αυξάνει τις πιθανότητες για εγκυμοσύνη. Η μετφορμίνη είναι αποτελεσματική σε περίπτωση αντίστασης στην ινσουλίνη και ανώμαλης ανοχής στη γλυκόζη (απαιτείται δοκιμασία ανοχής γλυκόζης OGTT).

Μη κλασσική μορφή συγγενούς υπερπλασίας των επινεφριδίων 

Η συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων (CAH) προκύπτει από μια ανεπάρκεια ενζύμων που εμπλέκονται στη σύνθεση κορτιζόλης. Η ανεπάρκεια κορτιζόλης οδηγεί σε αυξημένη έκκριση της ACTH, η οποία διεγείρει τη σύνθεση των ανδρογόνων επινεφριδίων και οδηγεί σε δευτερογενή αδρενοφλοιώδη υπερπλασία. Η συχνότητα εμφάνισης της κλασικής CAH είναι μεταξύ 1:10 και 1:20 000 000 ενώ η επίπτωση της μη κλασικής CAH κυμαίνεται μεταξύ 1:30 και 1: 1000.
Η κατάσταση σχετίζεται με πρόωρη εφηβεία με ταχύτερη ανάπτυξη σκελετού, χαμηλό τελικό ύψος καθώς και σοβαρή ακμή. και διαγιγνώσκεται κυρίως σε γυναίκες με ακμή, υπερτρίχωση, αλωπεκία, σμηγματόρροια, διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, αμηνόρροια και υπογονιμότητα.
Παρουσιάζονται κύκλοι με ανωορρηξία (σε περίπου 30% των γυναικών) και στην ωοθηλακική φάση τα επίπεδα της προγεστερόνης είναι αυξημένα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία της εμφύτευσης.
Η ανδρική γονιμότητα μειώνεται επειδή τα επινεφρικά ανδρογόνα καταστέλλουν την έκκριση των γοναδοτροπίνων.
Δεδομένου ότι η συχνότητα εμφάνισης μη κλασσικής CAH είναι υψηλή, κάθε άνδρας με ολιγοζωοσπερμία θα πρέπει να ελέγχει τις συγκεντρώσεις της 17OH-προγεστερόνης.
Οι εργαστηριακές εξετάσεις μπορεί να αποκαλύπτουν αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης, DHEA-S, ανδροστενεδιόνης και 17ΟΗ-προγεστερόνης καθώς και αυξημένη έκκριση ανδρογόνων με τα ούρα.
Μετά τη χορήγηση 250 μg συνθετικής ACTH, η συγκέντρωση της 17ΟΗ-προγεστερόνης αυξάνει και είναι> 10 ng / ml μετά από 60 λεπτά και τα επίπεδα των ανδρογόνων αυξάνονται ταυτόχρονα. Η οριστική διάγνωση βασίζεται σε γενετικές εξετάσεις (μετάλλαξη γονιδίων CYP21).
Η θεραπεία για CAH περιλαμβάνει τη χορήγηση υδροκορτιζόνης, δεξαμεθαζόνης ή πρεδνιζόνης, προκειμένου να κατασταλεί η ACTH, την ελαχιστοποίηση των συμπτωμάτων της υπερανδρογοναιμίας και της υπερπλασίας των επινεφριδίων, όπως επίσης και προκειμένου να αντισταθμιστεί η ενδεχόμενη ανεπάρκεια της κορτιζόλης.

Αντιμυλλέριος ορμόνη (AMH)

Η αντιμυλλέριος ορμόνη ΑΜΗ (Anti- Müllerian Hormone), παράγεται από τα ωοθυλάκια και είναι ενδεικτική για τα αποθέματα των ωοθηκών σε ωάρια, δηλαδή πόσα ωάρια ‘απομένουν’ στις ωοθήκες).
Η τιμή της μεταβάλλεται (μειώνεται σταδιακά) όσο μεγαλώνει μια γυναίκα. Αυτό συμβαίνει γιατί με το χρόνο μειώνεται ο αριθμός των ωοθυλακίων στις ωοθήκες της γυναίκας, άρα μειώνεται και η γονιμότητά της.
Η μέτρηση της ΑΜΗ μπορεί γίνει οποιαδήποτε μέρα του κύκλου (με αιμοληψία οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ανεξαρτήτως φαγητού). Η AMH δεν αλλάζει κατά τη διάρκεια του κύκλου σας, έτσι ώστε η αιμοληψία μπορεί να γίνει σε όλες της μέρες του μήνα.
Ανάλογα με το εργαστήριο, η μέτρηση μπορεί να γίνει σε διαφορετικές μονάδες.
Tιμές χαμηλότερες από 5,4 pmol/l είναι σε γενικές γραμμές δείκτης πολύ χαμηλής γονιμότητας λόγω χαμηλού αποθέματος ωαρίων. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως μια γυναίκα με πολύ χαμηλή AMH δεν μπορεί να μείνει έγκυος.
Στην περίπτωση αυτή, η FSH στο συγκεκριμένο κύκλο που γίνεται η προσπάθεια για σύλληψη να έχει μεγαλύτερη αξία.
Τιμές AMH μεγαλύτερες από 25 pmol/l έχουν πολύ καλή πρόγνωση και όσο μεγαλύτερη είναι η AMH, τόσο πιο προσεχτικοί πρέπει να είμαστε στην επιλογή του κατάλληλου πρωτοκόλλου διέγερσης, για να αποφύγουμε πιθανή υπερδιέγεση των ωοθηκών σε περίπτωση εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι θα πρέπει να εξασφαλίζεται μια εξατομικευμένη προσέγγιση της υπογονιμότητας σε κάθε ζευγάρι και ο ενδελεχής έλεγχος του ορμονικού προφίλ κατέχει μία σημαντική θέση στη διερεύνηση της κάθε περίπτωσης, μιας και υπάρχουν θεραπευτικές επιλογές αν επιβεβαιωθεί τελικά μια ενδοκρινολογική διαταραχή.