Ανάστροφη Τ3 (rT3) και υποθυρεοειδισμός

1.jpg

H ανάστροφη ή αντίστροφη τριιωδοθυρονίνη Τ3 (3,3 ‘, 5′-τριϊωδοθυρονίνη, αντίστροφη Τ3 ή rT3) είναι ένα ισομερές της τριιωδοθυρονίνης Τ3 (3,5,3’ τριιωδοθυρονίνη, Τ3) και η τρίτη πιο κοινή ιωδοθυρονίνη που παράγεται από το θυρεοειδή αδένα και απελευθερώνεται στην κυκλοφορία του αίματος. Συγκεκριμένα, μόλις το 0.9% της παραγωγής των θυρεοειδικών ορμονών αφορά την rT3, την τετραϊωδοθυρονίνη (λεβοθυροξίνη, Τ4) αφορά το 90% και την τριιωδοθυρονίνη Τ3 το 9% της παραγωγής.

Η παραγωγή ορμονών από το θυρεοειδή αδένα ελέγχεται από τον υποθάλαμο και την υπόφυση.
Η φυσιολογική δράση των θυρεοειδικών ορμονών ρυθμίζεται από ένζυμα που ενεργοποιούν, αδρανοποιούν ή απλά αποδομούν την προορμόνη Τ4 και τροποποιούν λειτουργικά την Τ3 και την rT3. Αυτά τα ένζυμα λειτουργούν υπό τη διεύθυνση πολύπλοκων συστημάτων που περιλαμβάνους διάφορους νευροδιαβιβαστές, ορμόνες, δείκτες μεταβολισμού και ανοσολογικά σήματα.

Τα επίπεδα της rT3 αυξάνονται σε διάφορες συνθήκες όπως το σύνδρομο μη θυρεοειδικής νόσου (ευθυρεοειδικό σύνδρομο) κατά το οποίο η κάθαρση της rT3 μειώνεται, ενώ η παραγωγή της στον οργανισμό παραμένει ανεπηρέαστη. Η μειωμένη κάθαρση προκαλείται ίσως από τη μειωμένη δραστηριότητα του ενζύμου 5′-deiodinase στους περιφερικούς ιστούς ή λόγω της μειωμένης ηπατικής πρόσληψης της rT3.

Η ανάστροφη T3 (rT3) πιστεύεται ότι είναι μεταβολικά αδρανής ενώ τα επίπεδά της τείνουν να ακολουθούν τα επίπεδα της Τ4: χαμηλά στον υποθυρεοειδισμό και υψηλά στον υπερθυρεοειδισμό.

Επιπροσθέτως, αυξημένα επίπεδα rT3 έχουν παρατηρηθεί σε περίπτωση εξαντλητικής δίαιτας, νευρικής ανορεξίας, σε σοβαρό τραύμα και αιμορραγικό σοκ, σε ηπατική δυσλειτουργία, μετεγχειρητικά, σε σοβαρές λοιμώξεις, έντονο στρες, σε έλλειψη σιδήρου και σε ασθενείς με εγκαύματα.

Επίσης, σε περίπτωση μακροχρόνιας χρήσης β- αποκλειστών (προπρανολόλη, μετοπρολόλη), σακχαρώδους διαβήτη, παθήσεων των επινεφριδίων και νεφρικής ανεπάρκειας η μετατροπή της Τ4 σε rT3 φαίνεται να ευνοείται έναντι της αυτής σε Τ3, που είναι φυσιολογικά η επικρατούσα οδός.

Αρκετοί επιστήμονες εκφράζουν την άποψη ότι όταν η αντίστροφη Τ3 αυξάνεται, μπορεί να ανταγωνιστεί την Τ3 στην περιοχή του κοινού τους υποδοχέα στα κύτταρα με αποτέλεσμα το λεγόμενο “κυτταρικό υποθυρεοειδισμό” και την εμφάνιση αντίστοιχων συμπτωμάτων.

Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism διαπιστώθηκε ότι τα επίπεδα TSH ή / και της Τ4 μπορεί να είναι φτωχοί δείκτες των πραγματικών επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών στους ιστούς, και, ως εκ τούτου, σε ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών, δεν αντανακλούν το αν ή όχι ένα άτομο είναι πραγματικά ευθυρεοειδικό.

Αυτή η μελέτη έδειξε ότι αυξημένα επίπεδα Τ4 και αυξημένα επίπεδα RT3, μαζί με μειωμένα επίπεδα Τ3, συνδέονται με συμπτωματικό υποθυρεοειδισμό σε επίπεδο κυττάρου ή ιστού.

Οι συγγραφείς αυτής της μελέτης κατέληξαν στα εξής:

Τα άτομα με χαμηλή Τ3 και υψηλή ανάστροφη Τ3 είχαν χαμηλότερα σκορ PPS [μια βαθμολογία που αξιολογεί τη δραστηριότητα και τη σωματική και διανοητική λειτουργία]. Επίσης, τα άτομα με υψηλές συγκεντρώσεις αντίστροφης Τ3 βρέθηκαν με χειρότερα σκορ σωματικής απόδοσης. Αυτά τα υψηλά επίπεδα RT3 συνοδεύονταν από φυσιολογικά επίπεδα FT4 (εντός του κανονικού εύρους). Αυτές οι επισημάνσεις μπορεί να εξηγηθούν, σύμφωνα με τους συγγραφείς, από μια μείωση στον περιφερικό μεταβολισμό των θυρεοειδικών ορμονών.

Πολλοί ασθενείς και ειδικοί του μεταβολισμού υποστηρίζουν ότι μία μείωση στα επίπεδα της ανάστροφης Τ3 μπορεί, αναλογικά, να αντιστρέψει την κλινική εικόνα και να βελτιώσει τη συμπτωματολογία του υποθυρεοειδισμού.

Η αντίστροφη Τ3 ενδέχεται λοιπόν να διαδραματίζει καίριο ρόλο στο πλαίσιο του υποθυρεοειδισμού και με μελλοντικές έρευνες που θα διαφωτίζουν περισσότερο το ρόλο της θα είμαστε σε θέση να διαχειριστούμε τις νόσους του θυρεοειδούς  ευκολότερα.

Ευαγγελία Γιαζιτζόγλου

Eνδοκρινολόγος – Διαβητολόγος