Λεβοθυροξίνη για τον υποκλινικό υποθυρεοειδισμό στην εγκυμοσύνη

1.jpg

Η θεραπεία με λεβοθυροξίνη, όταν χορηγείται σε έγκυες γυναίκες με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό, συνδέεται με μειωμένο κίνδυνο απόκτησης εμβρύων με χαμηλό βάρος γέννησης και χαμηλό σκορ Apgar.

Τα παραπάνω δημοσιεύθηκαν στο τεύχος Ιουλίου 2016 του ενδοκρινολογικού περιοδικού Thyroid.

Τα δεδομένα που έρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν ότι έως και 2 στις 10 έγκυες γυναίκες έχουν υποκλινικό υποθυρεοειδισμό.
Ωστόσο, τα μέχρι τώρα στοιχεία σχετικά με την επίδραση της θεραπείας με λεβοθυροξίνης σε αυτόν τον πληθυσμό ήταν μέχρι σήμερα αντικρουόμενα.
Ορισμένες μελέτες παρατήρησης έδειχναν έναν αυξημένο κίνδυνο προωρότητας, αποβολών και εμβρυικού θανάτου στις έγκυες γυναίκες με μη θεραπευμένο υποκλινικό υποθυρεοειδισμό, ενώ άλλες μελέτες όχι.

Ωστόσο, παρά την αβεβαιότητα και την έλλειψη περισσότερων μελετών, η Αμερικανική Εταιρεία Θυρεοειδούς (ΑΤΑ) συμπεριέλαβε στις κατευθυντήριες οδηγίες της το 2011 τη σύσταση για θεραπεία με λεβοθυροξίνης για τις έγκυες γυναίκες με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό ενώ το 2012 η αμερικανική Endocrine Society πραγματοποίησε παρόμοια σύσταση.

Προκειμένου να ερευνηθεί περαιτέρω το ερώτημα, η Dr Maraka και οι συνεργάτες της πραγματοποίησαν μια μεγάλη μελέτη στο κέντρο τους, με βασικό στόχο να αξιολογήσουν τα πιθανά οφέλη της θεραπείας με λεβοθυροξίνη στις έγκυες με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό.

Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν ηλεκτρονικά ιατρικά αρχεία (EMRs) από 366 έγκυες γυναίκες ηλικίας μεταξύ 18 και 45 ετών που αξιολογήθηκαν κλινικά στη Mayo Clinic.
Ο υποκλινικός υποθυρεοειδισμός κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνη ορίστηκε όταν η ορμόνη διέγερσης του θυρεοειδούς, αλλιώς θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH) ήταν μεγαλύτερη από 2,5 mIU / L κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης ή μεγαλύτερη από 3 mIU / L κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου, αλλά λιγότερο από 10 mIU / L.
Οι έγκυες γυναίκες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες ανάλογα με το εάν έχουν λάβει λεβοθυροξίνη (n = 82) ή όχι (n = 284).

Οι γυναίκες παρακολουθήθηκαν και αξιολογήθηκαν ως προς διάφορες επιπλοκές της κύησης όπως η αποκόλληση του πλακούντα, ο διαβήτης κύησης, η υπέρταση κύησης, η προεκλαμψία, η εκλαμψία, η πρόωρη ρήξη των μεμβρανών (PROM), ο πρόωρος τοκετός και η ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης (IUGR).
Το χαμηλό βάρος γέννησης και το γνωστό Apgar σκορ καταγράφηκαν επίσης μεταξύ των βρεφών.

Η μελέτη είναι η «μεγαλύτερη μέχρι σήμερα μελέτη που έχει εξετάσει την έκβαση της εγκυμοσύνης σε γυναίκες με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό, οι οποίες υποβλήθηκαν σε θεραπεία με λεβοθυροξίνη σε σύγκριση με εκείνες που δεν έλαβαν θεραπεία», όπως τόνισαν οι ενδοκρινολόγοι ερευνητές.

  • Οι συγγραφείς βρήκαν μια συσχέτιση μεταξύ της θεραπείας με λεβοθυροξίνη και ενός μειωμένου κίνδυνου χαμηλού σωματικού βάρους γέννησης. Συγκεκριμένα 1,3% των βρεφών μητέρων που έλαβαν λεβοθυροξίνη είχαν χαμηλό βάρος κατά τη γέννηση έναντι 10% των βρεφών μητέρων χωρίς θεραπεία.
    Παράλληλα, χαμηλή βαθμολογία Apgar δεν παρατηρήθηκε καθόλου στα βρέφη μητέρων που έλαβαν θεραπεία ενώ παρατηρήθηκε στο 7 % των βρεφών των εγκύων που δεν είχαν λάβει θεραπεία.
  • Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στον εμβρυικό θάνατο ή στις άλλες επιπλοκές της κύησης που εξετάστηκαν.

 

Παρά την αύξηση του αριθμού των εγκύων γυναικών που έλαβαν θεραπεία με λεβοθυροξίνη σε περίπτωση υποκλινικού υποθυρεοειδισμού μετά την έκδοση των νέων κατευθυντήριων οδηγιών (ΑΤΑ και Endocrine Society), οι συστάσεις αυτές δεν έχουν εφαρμοστεί καθολικά, σημειώνουν οι συγγραφείς.

Οι ερευνητές τονίζουν ακόμη ότι η συσχέτιση που βρέθηκε στη μελέτη αυτή χρήζει επιβεβαίωσης από άλλες τυχαιοποιημένες μελέτες.

Οι ενδοκρινολόγοι και οι έγκυες γυναίκες με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό πρέπει κάθε φορά να συζητούν διεξοδικά σχετικά με τα πιθανά οφέλη της θεραπείας με λεβοθυροξίνη, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη το “άλλο πρόσωπο” της θεραπείας -δηλαδή την καθημερινή λήψη χαπιού, τις συχνές εξετάσεις, τις συχνές επισκέψεις στο γιατρό- αλλά και τις απόψεις και τις προτιμήσεις κάθε γυναίκας.

Ευαγγελία Γιαζιτζόγλου
Ενδοκρινολόγος

Ευαγγελία Γιαζιτζόγλου

Eνδοκρινολόγος – Διαβητολόγος