Μεταβολικό σύνδρομο
Μεταβολικό σύνδρομο – Ορισμός
Με τον όρο μεταβολικό σύνδρομο περιγράφεται η κλινική συνύπαρξη παθολογικών διαταραχών που μπορεί να οδηγήσει μακροπρόθεσμα στην ανάπτυξη καρδιοαγγειακής νόσου και διαβήτη, γι αυτό και θεωρείται πλέον προστάδιο των παραπάνω κλινικών οντοτήτων.
Tα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση του συνδρόμου, που παράλληλα είναι και κάποια από τα συμπτώματά του, είναι τα εξής:
- κοιλιακή παχυσαρκία, δηλαδή συσσώρευση λίπους στην περιοχή της κοιλιάς
- Υπεργλυκαιμία / Υπερινσουλιναιμία
- Δυσλιποπρωτεΐναιμία, δηλαδή μια διαταραχή των λιποπρωτεΐνών που στην περίπτωση αυτή περιλαμβάνει χαμηλές τιμές HDL – Χοληστερόλης και υψηλές τιμές τριγλυκεριδίων
- αρτηριακή υπέρταση.
Στον ορισμό του μεταβολικού συνδρόμου εμπερικλύεται τόσο ο κίνδυνος ανάπτυξης των παραπάνω διαταραχών όσο και αυτή καθεαυτή η συνύπαρξή τους. Μερικές μελέτες εκτιμούν τον επιπολασμό του συνδρόμου στις αναπτυγμένες χώρες να κυμαίνεται μέχρι και στο 25% του πληθυσμού. Υπολογίζεται ότι το 2030 γύρω στα 350 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως θα πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη και παχυσαρκία, γεγονός που αντιστοιχεί σε αύξηση της συχνότητας του μεταβολικού συνδρόμου στο 42%.
Μεταβολικό σύνδρομο – Αίτια
Στα αίτια του μεταβολικού συνδρόμου συμπεριλαμβάνονται γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, ο τρόπος ζωής καθώς και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Αν και πιστεύεται ότι κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει η γενετική προδιάθεση, μέχρι σήμερα δεν έχουν γίνει γνωστές οι υπεύθυνες γενετικές διαφορές. Η έλλειψη άσκησης και η υπερθερμιδική διατροφή είναι επίσης σημαντικά αίτια του μεταβολικού συνδρόμου. Η αντίσταση στην ινσουλίνη, η κοιλιακή, κεντρική παχυσαρκία, διαταραχές των λιποπρωτεΐνών και η αρτηριακή υπέρταση, δηλαδή οι παθολογικές διαταραχές που χρησιμοποιούνται για τον ορισμό του συνδρόμου, θεωρούνται ταυτόχρονα και παθογενετικοί μηχανισμοί.
Τα αίτια του μεταβολικού συνδρόμου είναι στενά συνδεδεμένα με ορισμένους παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη και αθηροσκλήρωσης. Σε αυτούς τους παράγοντες ανήκει η παραγωγή των αντιποκινών, δηλαδή των πρωτεΐνών που παράγονται και εκκρίνονται από το λιπώδη ιστό, οι οποίες έχουν τόσο τοπική όσο και συστηματική δράση.
Μεταβολικό σύνδρομο και σακχαρώδης διαβήτης
Η υπερινσουλιναιμία θεωρείται προδιαθεσικός παράγοντας για την εμφάνιση του μεταβολικού συνδρόμου: οδηγεί στη ελαττωμένη πρόσληψη γλυκόζης από τους σκελετικούς μύες, στην αύξηση παραγωγής γλυκόζης από το ήπαρ καθώς και στην αναστολή της γλυκογονόλυσης, με αποτέλεσμα την αύξηση της συγκέντρωσης της γλυκόζης στην κυκλοφορία. Αυτή η υπεργλυκαιμία επιδεινώνει την αντίσταση στην ινσουλίνη, που επιπρόσθετα επάγει τη δημιουργία λιπώδους ιστού.
Λόγω της μη επαρκούς αναστολής της λιπόλυσης απελευθερώνονται στην κυκλοφορία λιπαρά οξέα, που με τη σειρά τους οδηγούν στη αυξημένη σύνθεση VLDL- λιποπρωτεΐνών στο ήπαρ και στη δυσλιποπρωτεΐναιμία, που αποτελεί σημαντικό κομμάτι του μεταβολικού συνδρόμου.
Η διάγνωση της υπεργλυκαιμίας πραγματοποιείται με τη μέτρηση της γλυκόζης νηστείας. Ένα σάκχαρο νηστείας υψηλότερο από 100 mg/dl θεωρείται κριτήριο για τη διάγνωση του μεταβολικού συνδρόμου, ενώ αν η γλυκόζη νηστείας κυμαίνεται > 110 mg/dl, ζα πρέπει να ακολουθήσει μία δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη (καμπύλη γλυκόζης) για τον εντοπισμό μιας διαταραχής στην ανοχή της γλυκόζης ή τη διάγνωση ενός μέχρι τώρα μη γνωστού σακχαρώδη διαβήτη.
Μεταβολικό σύνδρομο και υπέρταση
Η σχέση μεταξύ υπερινσουλιναιμίας, παχυσαρκίας και υπέρτασης έχει επιβεβαιωθεί μέσα από πολλές μελέτες. Η αντίσταση στην ινσουλίνη και η κοιλιακή παχυσαρκία μπορεί να αποτελέσουν παράγοντες για την ανάπτυξη αρτηριακής υπέρτασης. Η δραστηριότητα του συμπαθητικού συστήματος είναι πιθανότατα ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο λιπώδη ιστό, την ινσουλινοαντίσταση και την αυξημένη αρτηριακή πίεση. Η υπερινσουλιναιμία αυξάνει τη δραστηριότητα του συμπαθητικού και η αντίσταση στην ινσουλίνη οδηγεί σε περαιτέρω κατακράτηση χλωριούχου νατρίου και ενισχύει την ευαισθησία απέναντι σε ερεθίσματα του συμαθητικού συστήματος, που με τη σειρά τους οδηγούν σε αύξηση του προφορτίου της καρδιάς και σε αγγειοσύσπαση. Η μέσω του συμπαθητικού συστήματος επαγόμενη αγγειοσύσπαση επιδεινώνει την υπεργλυκαιμία και την αντίσταση στην ινσουλίνη καθώς προκαλεί μία μείωση της απορρόφησης και της χρησιμοποίησης της γλυκόζης στους περιφερικούς ιστούς.
Σε υπέρβαρα άτομα παίζουν ένα σημαντικό ρόλο οι κυττατοκίνες που απελευθερώνονται από το λιπώδη ιστό αλλά και το σύστημα ρενίνης – αγγειοτενσίνης – αλδοστερόνης. Το αγγειοτενσινογόνο, για παράδειγμα, που παράγεται από τα αντιποκύτταρα, συντελεί στην αύξηση της πίεσης.
Η θεραπεία της αρτηριακής υπέρτασης στα άτομα με μεταβολικό σύνδρομο μειώνει τον κίνδυνο των καρδιαγγειακών επιπλοκών. Οι ελαφρά αυξημένες τιμές της αρτηριακής πίεσης βελτιώνονται συνήθως μετά από αλλαγή του τρόπου ζωής, απώλεια βάρους, δίαιτα χωρίς αλάτι, με υδατάνθρακες αργής αποδέσμευσης, αύξηση της σωματικής δραστηριότητας. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές η φαρμακευτική αντιμετώπιση της υπέρτασης δεν μπορεί να αποφευχθεί.
Μεταβολικό σύνδρομο σε παιδιά και νέους
15% των παιδιών και τους εφήβων (3 με 17 ετών) στις ευρωπαΐκές χώρες κατατάσσονται στους υπέρβαρους ενώ το 6-7% θεωρούνται παχύσαρκοι (με δέικτη μάζας σώματος πάνω από 30).
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται σε ανησυχητικό βαθμό οι εκδηλώσεις του μεταβολικού συνδρόμου σε άτομα αυτής της ηλικίας: αντίσταση στην ινσουλίνη, αρτηριακή υπέρταση, διαταραχές των λιπιδίων.
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η εμφάνιση των προχωρημένων εκδηλώσεων του μεταβολικού συνδρόμου σε αυτή την ηλικία, όπως η στεατοηπατίτιδα, δηλαδή η φλεγμονή που παρατηρείται μετά από λιπώδη διήθηση του ήπατος.
Πολλές έφηβες υποφέρουν και από το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών, μια κατάσταση που είναι συνδεδεμένη με τη διαταγμένη ανοχή στη γλυκόζη, την υπερινσουλιναιμία και τις διαταραχές περιόδου.
Μεταβολικό σύνδρομο – Διατροφή
Το πλεόν σημαντικό μέτρο για την καταπολέμηση του μεταβολικού συνδρόμου είναι η υποθερμιδική διατροφή: πρόκειται για μια κατανάλωση λιγότερων θερμίδων αλλά και για μια αλλαγή στην ποιότητα της διατροφής, με βελτίωση της σύνθεσής της. Προτιμάται μια ισορροπημένη διατροφή με ένα καθημερινό θερμιδικό έλλειμμα, αρχικά, γύρω στις 500- 800 θερμίδες.
Οι βασικές αρχές, βασισμένες σε επιστημονικά δεδομένα, είναι:
- Μείωση του ποσοστού λίπους στη διατροφή
- Κατανάλωση υδατανθράκων αργής αποδέσμευσης
- Αύξηση κατάλωσης φυτικών ινών
- Κατανάλωση ποτών χωρίς θερμίδες
- Τακτικός ρυθμός γευμάτων, τις ίδιες ώρες κάθε μέρα
- Η μεσογειακή διατροφή, δηλαδή μια διατροφή πλούσια σε ακόρεστα λιπαρά οξέα και φυτικές ίνες, με μια χαμηλη σχέση ω-3- προς ω-6-λιπαρά οξέα θεωρείται διατροφή – πρότυπο και έχει συνδυαστεί με μια μείωση της συχνότητας εμφάνισης του μεταβολικού συνδρόμου της τάξης του 40%.
Δίαιτες που προτείνουν τη δραστική μείωση της ημερήσιας πρόσληωης θερμίδων (<1000kcal/ ημέρα) δεν είναι αποτελεσματικές και έχουν συνδυαστεί με σοβαρές παρενέργειες.
Μεταβολικό σύνδρομο και άσκηση
Για τη μείωση του βάρους θα πρέπει να καταλώνονται τουλάχιστον 1000-2000 θερμίδες την εβδομάδα με άσκηση. Το ελάχιστο της σωματικής δραστηριότητας θεωρούνται ενότητες άσκησης / σπορ μέτριας έντασης , διάρκειας τουλάχιστον τριάντα λεπτών, τρεις φορές την εβδομάδα.
Η αλλαγή στις καθημερινές συνήθειες, όπως το να ανεβαίνει κανείς με τις σκάλες αντί να παίρνει το ασανσέρ ή να πηγαίνει στη δουλειά με τα πόδια ή να αφήνει το αυτοκίνητο λίγο πιο μακριά, αποτελεί το πρώτο βήμα.